- επισυρμα
- ἐπίσυρμαἐπί-συρμα-ατος τό борозда, тянущийся по земле след
(τοῦ ξύλου Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τοῦ ξύλου Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επίσυρμα — ἐπίσυρμα, τὸ (Α) [επισύρω] 1. οτιδήποτε σέρνεται πάνω σε κάτι 2. σημάδι που αφήνει σώμα που σέρνεται πάνω σε κάτι («τά τ’ ἐπισύρματα τοῡ ξύλου καταφανῆ ἐν τοῑς ἔργοις», Ξεν.) … Dictionary of Greek
ἐπισύρματα — ἐπίσυρμα anything trailed after neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισύρματι — ἐπίσυρμα anything trailed after neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)